- υπαμοιβή
- η чередование, смена;
εξ υπαμοιβής — поочерёдно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξ υπαμοιβής — поочерёдно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπαμοιβή — η, Ν 1. εναλλαγή, διαδοχή 2. φρ. «εξ υπαμοιβής» εκ περιτροπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπαμείβω. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στο περιοδικό Ομηρος] … Dictionary of Greek